ὑπέκκαυμα: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέκκαυμα''': τό, ὕλη [[καύσιμος]], ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος [[μουσικὴ]] Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
|lstext='''ὑπέκκαυμα''': τό, ὕλη [[καύσιμος]], ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος [[μουσικὴ]] Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> ce qui sert à allumer, matière combustible;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ce qui enflamme, ce qui excite (l’amour, le désir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπεκκαίω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέκκαυμα Medium diacritics: ὑπέκκαυμα Low diacritics: υπέκκαυμα Capitals: ΥΠΕΚΚΑΥΜΑ
Transliteration A: hypékkauma Transliteration B: hypekkauma Transliteration C: ypekkavma Beta Code: u(pe/kkauma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A combustible matter, fuel, X.Cyr.7.5.22, Arist.Resp.473a5, Mete.341b19, al.: metaph. of food, as supplying animal heat, Hp.Aph.1.14, Plu.2.694f, Aët.9.19.    b the supposed Sphere of Fire surrounding the atmosphere, Simp. in Cael.20.26, al. (quoting Arist.Mete. l.c.).    2 metaph., provocative, incentive, ἔρωτος X.Smp.4.25; πολλοῖς ὑ. ἔστ' ἔρωτος μουσική Men.237, cf. Phld.Mus.p.80 K.; ὑ. τῆς νόσου Arist. Pr.859b19; πόθου καὶ χάριτος Plu.Lyc.15.

German (Pape)

[Seite 1185] τό, womit man Etwas anzündet, Zunder; ἄσφαλτος Xen. Cyr. 7, 5, 22; τῆς φλογός Plut. Alex. 35. – Uebertr., Reizmittel, ἔρωτος Xen. Conv. 4, 25; λείψανον καὶ ὑπέκκαυμα πόθου Plut. Lyc. 15; τῆς ἀρετῆς Agesil. 5; consol. ad ux. 7 sec. Epic. 4 u. öfter; vgl. Jae. Ach. Tat. p. 424. 498.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέκκαυμα: τό, ὕλη καύσιμος, ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος μουσικὴ Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. ce qui sert à allumer, matière combustible;
II. p. anal.
1 ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;
2 fig. ce qui enflamme, ce qui excite (l’amour, le désir, etc.).
Étymologie: ὑπεκκαίω.