μουσική

From LSJ
(Redirected from μουσικὴ)

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσῐκή Medium diacritics: μουσική Low diacritics: μουσική Capitals: ΜΟΥΣΙΚΗ
Transliteration A: mousikḗ Transliteration B: mousikē Transliteration C: mousiki Beta Code: mousikh/

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ,
A any art over which the Muses presided, esp. poetry sung to music, Pi.O.1.15, Hdt.6.129; μουσικῆς ἀγών Th.3.104, cf. IG12.84.16, etc.; ποίησις ἡ κατὰ μουσικήν Pl.Smp.196e, cf. 205c; τίς ἡ τέχνη, ἧς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ᾄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς; Answ. μουσικήν μοι δοκεῖς λέγειν Id.Alc.1.108d.
2 = ἀγὼν μουσικῆς, IG 12(9).189.8 (Eretria, iv B. C.).
II generally, art or letters, μουσικῇ καὶ πάσῃ φιλοσοφίᾳ προσχρώμενος Pl.Ti.88c, cf. Phd.61a, Prt.340a; μουσική, γράμματα, γυμναστική, as three branches of education, Id.R.403c, cf. X.Lac.2.1; with γραφική added, Arist.Pol.1337b24; ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύειν Pl.Cri.50d: metaph., εὑρὼν ἀκριβῆ μ. ἐν ἀσπίδι E.Supp.906.

Russian (Dvoretsky)

μουσική: ἡ (sc. τέχνη или ἐπιστήμη)
1 музыкальное искусство, музыка (μ. ἐστι ἡ τέχνη, ἣς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ἄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς Plat.);
2 общее образование, духовная культура (μ. καὶ πάση φιλοσοφία Plat.): ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύειν Plat. воспитывать духовно и физически;
3 умение, искусство: μ. ἐν ἀσπίδι Eur. умение владеть щитом, т. е. военное искусство.

Greek (Liddell-Scott)

μουσική: ἡ. Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. δὲν ἐσημειώθη, ὅτι ἡ λέξ. ἐσήμαινε καὶ τὸν λεγόμενον κανόνα ἁρμονικόν, ἤτοι τὸ δεκαπεντάχορδον ὄργανον, ὡς κεῖται παρὰ Νικ. Βρυεννίῳ καὶ ἐν τῷ Ἁγιοπολίτῃ φύλ. 2-3. 20 καὶ ἐν Cod. gr. Monac. ἀρ. 101, φύλ. 284, καθὼς ἐσημειώσατο τὰ χωρία ταῦταἡμέτερος Δωρ. Ἰω. Τζέτζης ἐν τῇ πραγματείᾳ αὐτοῦ Ueber die altgriech. Musik in der griech, Kirche. München, 1874, ἐν σελ. 32. 50. Κουμανούδ. Συναγ. Λεξ. Ἀθησ.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μουσική)
νεοελλ.
1. η τέχνη του συνδυασμού τών ήχων με τρόπο που να προκαλεί στον ακροατή την αίσθηση της αρμονίας και του ρυθμού («η μουσική εξημερώνει τα ήθη»)
2. μουσικότητα, μελωδικότητα («ο στίχος του έχει μουσική»)
3. η διδασκαλία του μαθήματος της μουσικής («αύριο την τρίτη ώρα έχουμε μουσική»)
4. γραπτή σημειογραφία μουσικών κομματιών
5. ορχήστρα μουσικών οργάνων («στην πλατεία θα παίξει η μουσική του δήμου»)
6. φρ. α) «φωνητική μουσική» — η μουσική που γράφεται μόνο για φωνές, μερικές φορές και για άσμα συνοδείας
β) «οργανική μουσική» ή «ενόργανη μουσική» — η μουσική που εκτελείται μόνο από όργανα, σε αντιδιαστολή προς τη φωνητική
γ) «πολυφωνική μουσική» — η μουσική που γράφεται για πολλές φωνές οι οποίες αποτελούν αρμονικό σύνολο
δ) «θεωρητική μουσική» — η μουσική που ασχολείται με τη θεωρία τών ήχων
ε) «διατονική μουσική» — η μουσική που χρησιμοποιεί μόνο το διατονικό γένος
στ) «κλασική μουσική» — η μουσική που υπάγεται σε κανόνες οι οποίοι έχουν καθοριστεί από παλαιότερους μεγάλους συνθέτες
ζ) «περιγραφική μουσική» — ή «προγραμματική μουσική» — η μουσική με την οποία γίνεται προσπάθεια παράστασης με ήχους ορισμένου ψυχικού ή φυσικού φαινομένου
η) «μουσική δωματίου» — συνθέσεις για σύνολα δύο έως οκτώ οργάνων οι οποίες εκτελούνταν χωρίς μαέστρο και συνήθως σε δωμάτιο ή σε αίθουσα με μικρό ακροατήριο και οι οποίες αποτελούν σήμερα ιδιαίτερο είδος, διατηρώντας το πρώτο χαρακτηριστικό
μσν.
το δεκαπεντάχορδο όργανο
αρχ.
1. κάθε τέχνη που προστατεύεται από τις Μούσες, ιδίως η λυρική ποίηση που ψάλλεται με μέλος
2. (γενικά) κάθε πνευματική επίδοση, η αισθητική αγωγή και μόρφωση, τα γράμματα και οι καλές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μουσικός (απ' όπου τα αγγλ. music, γαλλ. musique, γερμ. Μusik)].

Greek (Liddell-Scott)

μουσῐκὴ: (δηλ. τέχνη), ἡ, πᾶσα τέχνη ἧς προστάτιδες ἦσαν αἱ Μοῦσαι, ἰδίᾳμουσική, ἢ μᾶλλον λυρικὴ ποίησις πρὸς μέλος ᾀδομένη, Ἡρόδ. 6. 129, Πινδ. Ο. 1. 22, πρβλ. Θουκ. 3. 104, Πλάτ. Συμπ. 196Ε, 205C· τίς ἡ τέχνη, ἧς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ᾄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς; Ἀπόκρ. μουσικήν μοι δοκεῖς λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 108C,D. ΙΙ. καθόλου, τέχνη, γράμματα, παιδεία, Ἡρόδ. 3. 131, Πλάτ. κτλ.· μουσικῇ καὶ πάσῃ φιλοσοφίᾳ προσχρώμενος Πλάτ. Τίμ. 88C, πρβλ. Φαίδωνα 61Α, Stallb. εἰς Πρωτ. 340Α· οἱ τρεῖς κλάδοι τῆς Ἀθηναϊκῆς παιδεύσεως ἦσαν μουσική, γράμματα, γυμναστική, Πλάτ. Εὐθύδ. 276Α, Πολ. 403C, Θεάγ. 122Ε, Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 7 (ἔνθα προστίθεται ἡ γραφική, ἡ ζωγραφικὴ ἢ ἰχνογραφία), ἴδε Becker Charikles 1, σ. 48 κἑξ.· ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύειν, ἐκπαιδεύειν τό τε πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα, Πλάτ. Κρίτων 50D. - Τὸ χωρίον ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 904-8 πιθ. εἶναι ὑποβολιμαῖον, ἴδε Δινδ.

Greek Monotonic

μουσῐκή: (ενν. τέχνη), ἡ,
I. κάθε τέχνη της οποίας προστάτιδες ήταν οι Μούσες, ιδίως η μουσική ή η λυρική ποίηση, σε Ηρόδ., Αττ.
II. γενικά η τέχνη, γράμματα, μάθηση, σε Ηρόδ., Πλάτ.· οι νεαροί Αθηναίοι διδάσκονταν μουσική, γράμματα, γυμναστική, σε Πλάτ., Αριστοφ.

Middle Liddell

[sc. τέχνη
I. any art over which the Muses presided, esp. music or lyric poetry, Hdt., Attic
II. generally, art, letters, accomplishment, Hdt., Plat.; young Athenians were taught μουσική, γράμματα, γυμναστική, Plat., Arist.

English (Woodhouse)

literature, music, refinement, letters

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

musica, music, 3.104.5.

Translations

music

Abkhaz: амузика; Acehnese: musik; Afrikaans: musiek, mëzikë; Albanian: muzikë; Amharic: ሙዚቃ; Arabic: ⁧مُوسِيقَى⁩, ⁧مُوسِيقَا⁩, ⁧طَرَب⁩; Egyptian Arabic: ⁧مزّيكا⁩; Hijazi Arabic: ⁧موسيقى⁩; Aragonese: mosica; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܙܡܪܐ⁩; Armenian: երաժշտություն; Aromanian: muzicã; Assamese: সংগীত; Asturian: música; Azerbaijani: musiqi; Balinese: ᬫᬸᬲᬶᬓ᭄; Bashkir: музыка; Basque: musika; Bavarian: Musi; Belarusian: музыка; Bengali: সঙ্গীত, গান; Breton: sonerezh; Bulgarian: музика; Burmese: ဂီတ; Buryat: хүгжэм; Carpathian Rusyn: музика; Catalan: música; Old Catalan: musica; Chayuco Mixtec: mazica; Chechen: музыка, эшар; Cherokee: ᏗᎧᏃᎩᏛ; Chinese Cantonese: 音樂/音乐; Dungan: йинйүә; Hakka: 音樂/音乐; Mandarin: 音樂/音乐; Min Dong: 音樂/音乐; Min Nan: 音樂/音乐; Wu: 音樂/音乐; Chuvash: кӗвӗ, мусӑк; Coptic: ⲟⲩⲗⲗⲉ; Cornish: musik, ilow; Corsican: musica; Czech: hudba, muzika; Danish: musik; Dhivehi: ⁧މިއުޒިކް⁩; Dutch: muziek; Elfdalian: musik; Erzya: музыка, седямо; Esperanto: muziko; Estonian: muusika; Farefare: yʋʋmʋm; Faroese: tónleikur; Finnish: musiikki; French: musique; Old French: musique, musike; Middle French: musique; Friulian: musiche; Galician: música; Georgian: მუსიკა; German: Musikstück, Musik, Musik, Tonkunst; Greek: μουσική; Ancient Greek: μουσική; Greenlandic: nipilersorneq; Gujarati: સંગીત; Haitian Creole: mizik; Hawaiian: mele, pila hoʻokani; Hebrew: ⁧מוּזִיקָה⁩; Hiligaynon: musika; Hindi: संगीत, मूसीक़ी; Hungarian: zene, muzsika; Icelandic: tónlist, hljómlist; Ido: muziko; Indonesian: musik; Irish: ceol; Old Irish: ceól; Italian: musica; Japanese: 音楽, ミュージック; Javanese: musik; Kalmyk: көгҗм; Kannada: ಸಂಗೀತ; Kashmiri: ⁧موسیٖقی⁩; Kashubian: mùzyka; Kazakh: музыка, саз; Khmer: ភ្លេង, តន្ត្រី; Korean: 음악(音樂); Kurdish Central Kurdish: ⁧موسیقی⁩, ⁧موسیقا⁩, ⁧مووزیک⁩; Northern Kurdish: muzîk; Kyrgyz: музыка; Ladino: muzika, ⁧מוזיקה⁩; Lao: ດົນຕີ, ເພງ; Latin: musica, musice; Latvian: mūzika; Ligurian: mûxica; Lithuanian: muzika; Lombard: musica; Low German Dutch Low Saxon: meziek; German Low German: Musik; Luxembourgish: Musek; Macedonian: музика; Maguindanao: gunigunien; Malay: muzik, gita, bunyi-bunyian; Malayalam: സംഗീതം; Maltese: mużika; Manchu: ᡴᡠᠮᡠᠨ; Manx: bingys, kiaull; Maranao: bonibonian; Marathi: संगीत; Middle English: musike, drem, song; Minangkabau: musik; Mòcheno: musik; Mongolian Cyrillic: хөгжим; Mongolian: ᠬᠥᠭᠵᠢᠮ; Nepali: संगीत; Norman: musique, mûsique; Northern Sami: musihkka; Norwegian Bokmål: musikk; Occitan: musica; Odia: ସଂଗୀତ; Okinawan: 音楽; Old English: drēam; Old Galician-Portuguese: musica; Old Occitan: muzica; Old Polish: gędźba; Ossetian: музыкӕ; Ottoman Turkish: ⁧موسیقی⁩; Pashto: ⁧موسيقي⁩; Persian Dari: ⁧مُوسِیقِی⁩; Iranian Persian: ⁧موسیقی⁩, ⁧موزیک⁩; Classical Persian: ⁧مُوسِیقِی⁩; Picard: musique; Piedmontese: mùsica; Polish: muzyka; Portuguese: música; Punjabi: ਸੰਗੀਤ; Rohingya: gan, tal; Romagnol: mùșica; Romanian: muzică; Romansch: musica; Russian: музыка; Sanskrit: सङ्गीत; Sardinian: musica; Scots: muisic; Scottish Gaelic: ceòl; Serbo-Croatian Cyrillic: му̀зика, гла̀зба; Roman: mùzika, glàzba; Sicilian: mùsica; Sindhi: ⁧ميوزڪ⁩; Sinhalese: සංගීතය; Slovak: hudba, muzika; Slovene: glasba; Sorbian Lower Sorbian: muzika; Upper Sorbian: hudźba; Sotho: mmino; Spanish: música; Old Spanish: musica; Sranan Tongo: poku; Swahili: muziki; Swedish: musik; Tagalog: musika, palalinigan; Tajik: мусиқӣ; Tamil: சங்கீதம், இசை; Tatar: музыка; Telugu: సంగీతము; Thai: ดนตรี, เพลง; Tibetan: རོལ་གཞས, རོལ་དབྱངས, རོལ་མོ; Tigrinya: ሙዚቃ; Tofa: һобус; Turkish: müzik, ezgi, musiki; Turkmen: saz; Tuvan: хөгжүм, музыка, аялга; Ukrainian: музика; Urdu: ⁧سَن٘گِیت⁩, ⁧مُوسِیقِی⁩; Uyghur: ⁧مۇزىكا⁩; Uzbek: musiqa, muzika; Venetian: mùxega; Vietnamese: âm nhạc; Volapük: musig; Walloon: muzike; Welsh: cerddoriaeth, miwsig; West Frisian: muzyk; Western Panjabi: ⁧موسیقی⁩; Yakut: музыка, муусука; Yiddish: ⁧מוזיק⁩; Yoruba: orin; Yucatec Maya: paax; Zhuang: yinhyoz