ὁμόκαπος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόκᾰπος''': -ον, ([[κάπη]]) ὁ [[ὁμοῦ]] τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ [[ὁμοῦ]] ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.
|lstext='''ὁμόκᾰπος''': -ον, ([[κάπη]]) ὁ [[ὁμοῦ]] τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ [[ὁμοῦ]] ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de crèche, <i>càd</i> de table.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κάπη]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 337] (κάπη), zusammen essend, zusammen lebend, Epimenid. bei Arist. pol. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκᾰπος: -ον, (κάπη) ὁ ὁμοῦ τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ ὁμοῦ ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de crèche, càd de table.
Étymologie: ὁμός, κάπη.