οἰνοβαρείων: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοβᾰρείων''': ὁ, = [[οἰνοβαρής]], Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· [[ἐντεῦθεν]] ἐσχηματίσθη τὸ [[ῥῆμα]], οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503.
|lstext='''οἰνοβᾰρείων''': ὁ, = [[οἰνοβαρής]], Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· [[ἐντεῦθεν]] ἐσχηματίσθη τὸ [[ῥῆμα]], οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503.
}}
{{bailly
|btext=<i>nom. sg. part. prés. épq. de</i> [[οἰνοβαρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοβᾰρείων Medium diacritics: οἰνοβαρείων Low diacritics: οινοβαρείων Capitals: ΟΙΝΟΒΑΡΕΙΩΝ
Transliteration A: oinobareíōn Transliteration B: oinobareiōn Transliteration C: oinovareion Beta Code: oi)nobarei/wn

English (LSJ)

ὁ,

   A = οἰνοβαρής, Od.9.374,10.555 :—hence οἰνοβᾰρ-έω, to be heavy or drunken with wine, Thgn.503.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοβᾰρείων: ὁ, = οἰνοβαρής, Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθη τὸ ῥῆμα, οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503.

French (Bailly abrégé)

nom. sg. part. prés. épq. de οἰνοβαρέω.