ὀρεστιάς: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρεστιάς''': -άδος, ἡ, ([[ὄρος]]) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, [[ἄνεμος]] τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. | |lstext='''ὀρεστιάς''': -άδος, ἡ, ([[ὄρος]]) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, [[ἄνεμος]] τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de montagne, qui habite les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ὄρος)
A of the mountains, νύμφαι ὀρεστιάδες, = Ὀρειάδες, Il.6.420, h.Hom.19.19. II ὀρεστίας, ου, ὁ, mountain-wind, Arist. ap. Ach.Tat.Intr.Arat.33, Call.Fr.39.
German (Pape)
[Seite 373] άδος, ἡ, = ὀρειάς; Νύμφαι, Il. 6, 420, H. h. 18, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεστιάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, ἄνεμος τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, ἔνθα ἴδε Blomf.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de montagne, qui habite les montagnes.
Étymologie: ὄρος.