ὀρεσσιβάτης: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεσσῐβάτης''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.
|lstext='''ὀρεσσῐβάτης''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><i>c.</i> [[ὀρειβάτης]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσσῐβάτης Medium diacritics: ὀρεσσιβάτης Low diacritics: ορεσσιβάτης Capitals: ΟΡΕΣΣΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: oressibátēs Transliteration B: oressibatēs Transliteration C: oressivatis Beta Code: o)ressiba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, poet. for Ορεσιβάτης,

   A mountain-roaming, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Dor. gen.) S.OT 1100 (lyr.), cf. Ant.350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, = ὀρειβάτης; Πάν, Soph. O. R. 1100; θήρ, Ant. 349; ταρσός, Agath. 92 (VII, 578).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
c. ὀρειβάτης.