ὄνωνις: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄνωνις''': -ιδος, ἡ, = [[ὄνοσμα]], Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν ([[ἴσως]] [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[ὄνος]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε [[ὄνοσμα]]. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349. | |lstext='''ὄνωνις''': -ιδος, ἡ, = [[ὄνοσμα]], Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν ([[ἴσως]] [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[ὄνος]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε [[ὄνοσμα]]. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ὀνώνιδος (ἡ) :<br />sorte de plante légumineuse odorante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὄνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
or ὀνωνίς, ιδος, ἡ,
A rest-harrow, Ononis antiquorum, Thphr. HP6.1.3, Dsc.3.131 ; τρηχεῖαν ὄνωνιν Call.Fr.anon.366 (ap.Plu.2.44e, al., v.l. ἄνωνιν): metaph., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα this troublesome weed (perh. with a play on ὄνος), Com.Adesp.438.
German (Pape)
[Seite 351] ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνωνις: -ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν (ἴσως μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ὄνος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε ὄνοσμα. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349.
French (Bailly abrégé)
ὀνώνιδος (ἡ) :
sorte de plante légumineuse odorante.
Étymologie: DELG ὄνος.