ὀνειδιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνειδιστήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., [[πλήρης]] ὀνείδους, μομφῆς, ὀν. [[λόγος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218. | |lstext='''ὀνειδιστήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., [[πλήρης]] ὀνείδους, μομφῆς, ὀν. [[λόγος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειδίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq.,
A abusive, λόγοι ὀ. E.HF218.
German (Pape)
[Seite 345] ῆρος, ὁ, = Folgdm; λόγους ὀνειδιστῆρας ἐνδατούμενος, Eur. Herc. F. 218; Maneth. 4, 235.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδιστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., πλήρης ὀνείδους, μομφῆς, ὀν. λόγος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὀνειδίζω.