ὄσχη: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄσχη''': ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων [[θύλακος]], Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[ὀσχέα]]· ἐὰν τὸ [[ὄσχη]] προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὀσχέα]], [[δέον]] νὰ γράφηται ὀσχῆ: -[[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ὀσχέα]]), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - [[ὡσαύτως]] ὄσχεον, τό, [[Πολυδ]]. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ὄσχος]], Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F. | |lstext='''ὄσχη''': ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων [[θύλακος]], Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[ὀσχέα]]· ἐὰν τὸ [[ὄσχη]] προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὀσχέα]], [[δέον]] νὰ γράφηται ὀσχῆ: -[[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ὀσχέα]]), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - [[ὡσαύτως]] ὄσχεον, τό, [[Πολυδ]]. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ὄσχος]], Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />branche de vigne avec ses grappes.<br />'''Étymologie:''' DELG ὁ-, [[σχεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A scrotum, Hp.Morb.2.61 and 71, al.; but in Arist.HA510a12, 632a16, GA719b5, Pr.949a16, we find the form ὀσχέα: if ὄσχη is contr. from ὀσχέα, it shd. be written ὀσχῆ:—another form ὄσχεος, ὁ, is found in Id.HA493a33 (v.l. ὀσχέα), Poll.4.203 (v.l. in 2.172), Ruf.Onom.104, Hsch.; also ὄσχεον, τό, Poll.2.172 (with vv. ll.), Hsch. II = ὄσχος, Nic.Al.109, cf. Hsch. [Accent ὀσχεός acc. to Hdn.Gr.2.121.]
German (Pape)
[Seite 401] ἡ, u. ὤσχη, 1) ein junger Zweig, Schößling, Nic. Al. 108, πτελίης, vom Schol. als uneigentlicher Gebrauch bezeichnet, da es bes. κλῆμα βότρυς ἐξηρτημένους ἔχον, VLL., eine Weinranke mit Trauben bezeichnet, wie ὄσχος, w. m. s. – 2) bei Hippocr. auch der Hodensack, wofür auch ὄσχεος u. ὀσχέα, Arist. gener. anim. 1, 12, gefunden wird.
Greek (Liddell-Scott)
ὄσχη: ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων θύλακος, Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον ὀσχέα· ἐὰν τὸ ὄσχη προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ ὀσχέα, δέον νὰ γράφηται ὀσχῆ: -ἕτερος τύπος ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ὀσχέα), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ Πολυδ. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - ὡσαύτως ὄσχεον, τό, Πολυδ. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὄσχος, Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
branche de vigne avec ses grappes.
Étymologie: DELG ὁ-, σχεῖν.