ὀρσίπους: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρσίπους''': [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν [[πόδα]], [[ὠκύπους]], [[ταχύς]], ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· [[ὀρσίπους]] βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ. | |lstext='''ὀρσίπους''': [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν [[πόδα]], [[ὠκύπους]], [[ταχύς]], ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· [[ὀρσίπους]] βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />qui meut ses pieds, agile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A raising the foot, swift-footed, ἔλαφοι AP15.27 (Simm.); ὀ. βοή stirring the feet to flight, Trag.Adesp.245.
German (Pape)
[Seite 387] ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρσίπους: [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν πόδα, ὠκύπους, ταχύς, ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· ὀρσίπους βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
qui meut ses pieds, agile.
Étymologie: ὄρνυμι, πούς.