παμποίκιλος: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παμποίκῐλος''': -ον, [[πολυποίκιλος]], ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, [[κατάστικτος]], Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, [[ὅθεν]] ὁ Δινδ. διορθοῖ [[πάνυ]] ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β. | |lstext='''παμποίκῐλος''': -ον, [[πολυποίκιλος]], ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, [[κατάστικτος]], Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, [[ὅθεν]] ὁ Δινδ. διορθοῖ [[πάνυ]] ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />couvert de broderies.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ποικίλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A all-variegated, of rich and varied work, πέπλοι Od. 15.105, cf. Il.6.289; of sacred vases, Pi.N.10.36; νεβρῶν π. στολίδες E.Hel.1359 (lyr.); of persons, π. περὶ πᾶσαν τέχνην καὶ πρᾶξιν Vett. Val. 17.16. II metaph., ὕφασμα, of the universe, Ph. 1.651, cf. 654; manifold, ἀλλοιότητας παμποικίλους (παμποικίλας codd.) Pl.Ti.82b.
German (Pape)
[Seite 454] ganz, sehr bunt; von künstlichen Webereien und Stickereien, πέπλοι, Il. 6, 289 Od. 15, 105; ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις, Pind. N. 10, 36; νεβρῶν παμποίκιλοι στολίδες, Eur. Hel. 1375; Sp., χιτών, D. Cass. 72, 2; übh. schr mannigfaltig, ἀλλοιότητες παμποίκιλαι (eigenes fem.), Plat. Tim. 82 b.
Greek (Liddell-Scott)
παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, κατάστικτος, Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ πάνυ ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
couvert de broderies.
Étymologie: πᾶν, ποικίλος.