παράκοπος: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράκοπος''': -ον, μεταφορ. (ἴδε [[παρακόπτω]] ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, [[παράφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35. | |lstext='''παράκοπος''': -ον, μεταφορ. (ἴδε [[παρακόπτω]] ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, [[παράφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a l’esprit frappé, fou.<br />'''Étymologie:''' [[παρακόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, metaph.,
A frenzied, frantic, distraught, A.Pr.581 (lyr.); λῆμα π. E.Ba. 1000 (lyr.) ; π. κινήματα τῆς διανοίας Metrod. Herc.831.2 ; π.διὰ μέθην Sor. 1.39 : c. gen., π. φρενῶν E.Ba.33 ; π. δόξα φρενῶν Tim.Pers.77. II counterfeit, παράσημοι καὶ π. χλιδαί Ph.1.261.
German (Pape)
[Seite 484] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ παράκοπος, Ar. Thesm. 668.
Greek (Liddell-Scott)
παράκοπος: -ον, μεταφορ. (ἴδε παρακόπτω ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, παράφρων, Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l’esprit frappé, fou.
Étymologie: παρακόπτω.