πατραδέλφεια: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατρᾰδέλφεια''': ἡ, [[συγγένεια]] ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ πατρός, σφετεριξάμεναι πατραδέλφειαν, [[ἤτοι]] τὰς θυγατέρας τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, δηλ. τῶν Δαναΐδων ἃς [[ἤθελον]] νὰ ἁρπάσωσιν οἱ υἱοὶ τοῦ Αἰγύπτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39. | |lstext='''πατρᾰδέλφεια''': ἡ, [[συγγένεια]] ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ πατρός, σφετεριξάμεναι πατραδέλφειαν, [[ἤτοι]] τὰς θυγατέρας τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, δηλ. τῶν Δαναΐδων ἃς [[ἤθελον]] νὰ ἁρπάσωσιν οἱ υἱοὶ τοῦ Αἰγύπτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />enfant de l’oncle <i>ou</i> de la tante paternels.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἀδελφός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cousin by the father's side, A.Supp.38 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
πατρᾰδέλφεια: ἡ, συγγένεια ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ πατρός, σφετεριξάμεναι πατραδέλφειαν, ἤτοι τὰς θυγατέρας τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, δηλ. τῶν Δαναΐδων ἃς ἤθελον νὰ ἁρπάσωσιν οἱ υἱοὶ τοῦ Αἰγύπτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enfant de l’oncle ou de la tante paternels.
Étymologie: πατήρ, ἀδελφός.