παροδικός: Difference between revisions
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», [[πρόσκαιρος]], Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 158Β, κλ. | |lstext='''παροδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», [[πρόσκαιρος]], Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 158Β, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’entrée ; παροδικὸν [[μέλος]] ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of a πάροδος 111.2, Arg.A.Pers., cj. in D.H.Dem.54 ; = παρόδῳ χρώμενος, Hsch. 2 Astron., π. ἀποκατάστασις restoration of a transit, i. e. complete revolution, Procl. Hyp.1.30. II transient, brief, ἀποδημία Vett. Val. 98.26. Adv. -κῶς in passing, Id.171.17, Pall. in Hp. Fract.1. III Astrol., according to chronocratory, opp. κατὰ γένεσιν, Vett. Val. 100.29. Adv.-κῶς ib.26.
German (Pape)
[Seite 524] ή, όν, zur πάροδος gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
παροδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», πρόσκαιρος, Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. Κρήτ. 158Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’entrée ; παροδικὸν μέλος ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.
Étymologie: πάροδος.