πανδοκεύω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανδοκεύω''': ([[πάνδοκος]]) [[δέχομαι]] καὶ περιποιοῦμαι ξένον, Ἡρόδ. 4. 95, Πλάτ. Νόμ. 918Ε· ἀπολ., διατηρῶ [[πανδοκεῖον]], δηλ. [[ξενοδοχεῖον]], Θεοφρ. Χαρακτ. 6. - Παθ., ἔχω πανδοχεῖα, ὅσα μέρη πανδοκεύεται Διον. Ἁλ. 4. 53· - ἴδε [[πανδοκεῖον]] ἐν τέλει.
|lstext='''πανδοκεύω''': ([[πάνδοκος]]) [[δέχομαι]] καὶ περιποιοῦμαι ξένον, Ἡρόδ. 4. 95, Πλάτ. Νόμ. 918Ε· ἀπολ., διατηρῶ [[πανδοκεῖον]], δηλ. [[ξενοδοχεῖον]], Θεοφρ. Χαρακτ. 6. - Παθ., ἔχω πανδοχεῖα, ὅσα μέρη πανδοκεύεται Διον. Ἁλ. 4. 53· - ἴδε [[πανδοκεῖον]] ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=héberger <i>ou</i> traiter tout le monde.<br />'''Étymologie:''' [[πάνδοκος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδοκεύω Medium diacritics: πανδοκεύω Low diacritics: πανδοκεύω Capitals: ΠΑΝΔΟΚΕΥΩ
Transliteration A: pandokeúō Transliteration B: pandokeuō Transliteration C: pandokeyo Beta Code: pandokeu/w

English (LSJ)

(πάνδοκος)

   A entertain as a host or innkeeper, Timocr. 1.10, Hdt.4.95, Pl.Lg.918e: abs., keep an inn or lodging-house, Thphr.Char.6.5:—Pass., to be furnished with inns, ὅσα μέρη -εύεται κατὰ τὴν δίοδον D.H.4.53.

German (Pape)

[Seite 458] ein πανδοκεύς sein, als Gastwirth aufnehmen, beherbergen; πανδοκεύοντα τῶν ἀστῶν τοὺς πρώτους καὶ εὐωχέοντα, Her. 4, 95; Plat. Legg. XI, 918 e, neben καπηλεύειν; Sp. – Pass., ὅσα μέρη πανδοκεύεται, D. Hal. 4, 53, mit Gasthäusern besetzt sein.

Greek (Liddell-Scott)

πανδοκεύω: (πάνδοκος) δέχομαι καὶ περιποιοῦμαι ξένον, Ἡρόδ. 4. 95, Πλάτ. Νόμ. 918Ε· ἀπολ., διατηρῶ πανδοκεῖον, δηλ. ξενοδοχεῖον, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. - Παθ., ἔχω πανδοχεῖα, ὅσα μέρη πανδοκεύεται Διον. Ἁλ. 4. 53· - ἴδε πανδοκεῖον ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

héberger ou traiter tout le monde.
Étymologie: πάνδοκος.