πρέσβιστος: Difference between revisions
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρέσβιστος''': -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ [[πρέσβυς]], γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ [[μάλιστα]] τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· [[ὡσαύτως]], παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά [[πρεσβίττα]] (Δωρ.) [[φιλοσοφία]]· ― [[ὡσαύτως]], πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. [[πρεῖγυς]]. | |lstext='''πρέσβιστος''': -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ [[πρέσβυς]], γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ [[μάλιστα]] τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· [[ὡσαύτως]], παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά [[πρεσβίττα]] (Δωρ.) [[φιλοσοφία]]· ― [[ὡσαύτως]], πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. [[πρεῖγυς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[πρέσβυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον, poet. Sup. of πρέσβυς,
A eldest, most august, most reverend, h.Hom.30.2, A.Th.390, S.Frr.582, 605; πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ Lyr.Alex.Adesp.35.2; ἁ π. φιλοσοφία Ti.Locr. 104b; πόλις Sardis7(1).13: irreg. form πρεσβίστατος, η, ον, Nic.Th. 344.
German (Pape)
[Seite 698] superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρέσβυς, γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ μάλιστα τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· ὡσαύτως, παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά πρεσβίττα (Δωρ.) φιλοσοφία· ― ὡσαύτως, πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. πρεῖγυς.
French (Bailly abrégé)
v. πρέσβυς.