πλινθίς: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλινθίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[πλίνθος]], πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] πλίνθου· 1) τετράγωνον [[σχῆμα]], Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C. 2) ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]], Πλούτ. 2. 410Ε. 3) [[ἀκόνη]], Ἀνθ. Π. ?6. 295. 4) [[μέτρον]] τι ἐν χρήσει ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Ὑγῖνος. ΙΙ. = [[πλινθίον]] ΙΙΙ. 1, Θέων Σμυρν. 54. | |lstext='''πλινθίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[πλίνθος]], πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] πλίνθου· 1) τετράγωνον [[σχῆμα]], Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C. 2) ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]], Πλούτ. 2. 410Ε. 3) [[ἀκόνη]], Ἀνθ. Π. ?6. 295. 4) [[μέτρον]] τι ἐν χρήσει ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Ὑγῖνος. ΙΙ. = [[πλινθίον]] ΙΙΙ. 1, Θέων Σμυρν. 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />objet en forme de brique, <i>particul.</i> cadran solaire.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[πλίνθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of πλίνθος,
A stone cut in the shape of a brick, IG22.1668.26. 2 square or check, Callix. 1. b = πλινθίον 111.1, for a kind of cross-word puzzle, Puchstein Epigr.Gr.p.7, PMag.Par.1.1305. 3 sundial, Plu.2.410e. 4 paper-weight(?), AP6.295.6 (Phan.). 5 block of land 6,000 ft. square, = Lat. laterculus, Hygin. in Corp.Agrimens.Rom. ip.85 Thulin. 6 block of wood inserted to strengthen the χοινικίδες, Ph.Bel.57.35. 7 block of fish-pemmican, Agatharch.34. II number squared and multiplied by a smaller number, Theo Sm.p.41 H., Nicom.Ar.2.6, 17, Anon. in Tht.43.22. III = πλινθίον 11.1, Corp.Herm.16.13.
German (Pape)
[Seite 636] ίδος, ἡ, dim. von πλίνθος, = Vorigem, z. B. Steinplatten, Ath. V, 206 c; bes. in dem arithmetischen Sinne, Nicom. u. Theol. arithm. Dunkel ist die ἡδυφαὴς πλινθὶς καλλαΐνη bei Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
πλινθίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πλίνθος, πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα πλίνθου· 1) τετράγωνον σχῆμα, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C. 2) ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Πλούτ. 2. 410Ε. 3) ἀκόνη, Ἀνθ. Π. ?6. 295. 4) μέτρον τι ἐν χρήσει ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Ὑγῖνος. ΙΙ. = πλινθίον ΙΙΙ. 1, Θέων Σμυρν. 54.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
objet en forme de brique, particul. cadran solaire.
Étymologie: dim. de πλίνθος.