πολλαχῶς: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολλᾰχῶς''': ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ. | |lstext='''πολλᾰχῶς''': ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />de beaucoup de manières.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A in many ways, Diog.Apoll. 2, Isoc.4.8, D.22.25, etc.; π. λέγεσθαι in many senses, Arist.Top.158b10, Pol.1276a23.
German (Pape)
[Seite 658] auf vielerlei, vielfältige Art; Plat. Conv. 209 e; Isocr. 4, 8; Ggstz von ἑνὶ τρόπῳ, Dem. 22, 25; Pol. 9, 2, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολλᾰχῶς: ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
de beaucoup de manières.
Étymologie: *πολλαχός.