πολύδοξος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύδοξος''': -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. [[λίαν]] πεφημισμένος, [[περίφημος]], [[πολυδόξαστος]], Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23. | |lstext='''πολύδοξος''': -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. [[λίαν]] πεφημισμένος, [[περίφημος]], [[πολυδόξαστος]], Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux pensées <i>ou</i> aux opinions variées;<br /><b>2</b> très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δόξα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A having various opinions, Stob.2.7.4a. II famous, BCH21.599 (Delph., iv B.C.), Timo44; διδαχαί IG14.2124.
German (Pape)
[Seite 662] vielerlei Meinungen habend, Stob. ecl. 2 p. 82; – weit berühmt, Ep. ad. 744 (App. 217).
Greek (Liddell-Scott)
πολύδοξος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. λίαν πεφημισμένος, περίφημος, πολυδόξαστος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aux pensées ou aux opinions variées;
2 très illustre.
Étymologie: πολύς, δόξα.