προαγωγεύω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰγωγεύω''': (προαγωγὸς) ἐκτελῶ [[ἔργον]] προαγωγοῦ, [[μαστροπεύω]], παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., [[οἶδα]] μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.
|lstext='''προᾰγωγεύω''': (προαγωγὸς) ἐκτελῶ [[ἔργον]] προαγωγοῦ, [[μαστροπεύω]], παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., [[οἶδα]] μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.
}}
{{bailly
|btext=prostituer.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγός]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγεύω Medium diacritics: προαγωγεύω Low diacritics: προαγωγεύω Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΕΥΩ
Transliteration A: proagōgeúō Transliteration B: proagōgeuō Transliteration C: proagogeyo Beta Code: proagwgeu/w

English (LSJ)

   A prostitute or procure, ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα Lex ap. Aeschin.1.14, cf. Ps.-Phoc.177, Plu.Sol. 23:—Pass., Theopomp.Hist.240.    2 metaph., αὐτὸς ἑαυτὸν π. ὀφθαλμοῖς Ar.Nu.980; π. τινὰ Προδίκῳ X. Smp.4.62.

German (Pape)

[Seite 705] verführen, verkuppeln; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγεύω: (προαγωγὸς) ἐκτελῶ ἔργον προαγωγοῦ, μαστροπεύω, παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., οἶδα μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: προαγωγός.