προμήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προμήτωρ''': Δωρ. [[προμάτωρ]], ορος, ἡ, πρώτη [[μήτηρ]] γένους, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ [[προπάτωρ]], [[Κύπρις]], ἅτ’ εἶ γένους [[προμάτωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 140, Εὐρ. Φοίν. 676. 828. | |lstext='''προμήτωρ''': Δωρ. [[προμάτωρ]], ορος, ἡ, πρώτη [[μήτηρ]] γένους, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ [[προπάτωρ]], [[Κύπρις]], ἅτ’ εἶ γένους [[προμάτωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 140, Εὐρ. Φοίν. 676. 828. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ἡ) :<br />aïeule maternelle.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μήτηρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. προμάτωρ, ορος, ἡ,
A first mother of a race, A.Th. 140 (lyr.), E.Ph.676 (lyr.), 828 (lyr.), Luc.Am.19. II masc., maternal grandfather, Hsch. III epith. of Athena, prob. in Them.Or.13.180a (voc. πρόματερ codd.).
German (Pape)
[Seite 734] ορος, ἡ, Vormutter, Stammmutter, Eur. Phoen. 681 u. Sp. S. προμάτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
προμήτωρ: Δωρ. προμάτωρ, ορος, ἡ, πρώτη μήτηρ γένους, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ προπάτωρ, Κύπρις, ἅτ’ εἶ γένους προμάτωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 140, Εὐρ. Φοίν. 676. 828.