προμάτωρ
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
v. προμήτωρ.
German (Pape)
[Seite 733] ορος, ἡ, dor. statt προμήτωρ, Aesch. Spt. 127.
French (Bailly abrégé)
dor. c. προμήτωρ.
Russian (Dvoretsky)
προμάτωρ: ορος (ᾱ) ἡ дор. Aesch., Eur. = προμήτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
προμάτωρ: Δωρ. ἀντὶ προμήτωρ.
Greek Monolingual
-ορος, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. προμήτωρ.
Greek Monotonic
προμάτωρ: Δωρ. αντί προμήτωρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμάτωρ zie προμήτωρ.