προσαπόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαπόλλῡμι''': καὶ -ύω, [[ἀπόλλυμι]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]] ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω [[προσέτι]], τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε [[προσαποβάλλω]].
|lstext='''προσαπόλλῡμι''': καὶ -ύω, [[ἀπόλλυμι]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]] ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω [[προσέτι]], τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε [[προσαποβάλλω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαπολέσω, <i>ao.</i> προσαπώλεσα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire périr <i>ou</i> détruire en outre <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> προσαπόλλυμαι, périr en outre;<br /><b>2</b> perdre en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀπόλλυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαπόλλῡμι Medium diacritics: προσαπόλλυμι Low diacritics: προσαπόλλυμι Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: prosapóllymi Transliteration B: prosapollymi Transliteration C: prosapollymi Beta Code: prosapo/llumi

English (LSJ)

(also

   A προσαπολλύω Hdt.1.207), destroy besides, κἀκεῖνον Id.2.121.β; προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας Id.6.138, cf. E.Hipp.1374 (lyr.):—Med. and Pass., perish besides or with others, ἵνα μὴ προσαπόλωνται Hdt.6.100; τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Lys.12.64; ἐλεοῖντ' ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο D.57.45.    II lose besides, τὴν ἀρχήν Hdt.1.207, cf. 9.23, Ar.Nu.1256; τὰ ἀρχαῖα π. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Pl.Grg.519a.

German (Pape)

[Seite 751] (s. ὄλλυμι), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προσαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. ὅταν καὶ τὰ ἀρχαῖα προσαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προσαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προσαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπόλλῡμι: καὶ -ύω, ἀπόλλυμι, καταστρέφω προσέτι, τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι προσέτι ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω προσέτι, τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε προσαποβάλλω.

French (Bailly abrégé)

f. προσαπολέσω, ao. προσαπώλεσα, etc.
1 faire périr ou détruire en outre ou en même temps ; Pass. προσαπόλλυμαι, périr en outre;
2 perdre en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἀπόλλυμι.