προκηραίνω: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκηραίνω''': εἶμαι [[ἀνήσυχος]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ [[κέαρ]]» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29. | |lstext='''προκηραίνω''': εἶμαι [[ἀνήσυχος]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ [[κέαρ]]» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se préoccuper de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κηραίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be anxious for, τινος S.Tr.29.
German (Pape)
[Seite 730] besorgt sein, κείνου, um jenen, Soph. Tr. 29; vgl. Monk Eur. Hipp. 223.
Greek (Liddell-Scott)
προκηραίνω: εἶμαι ἀνήσυχος, μεριμνῶ περί τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ κέαρ» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.