προσαύω: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαύω''': [[φέρω]] [[πρός]], πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. [[καταύω]]. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb. | |lstext='''προσαύω''': [[φέρω]] [[πρός]], πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. [[καταύω]]. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=approcher : [[τί]] τινι une chose d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[αὔω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ S.Ant. 619 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 753] anzünden, anbrennen, προσαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προσαυράω.
Greek (Liddell-Scott)
προσαύω: φέρω πρός, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. καταύω. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
approcher : τί τινι une chose d’une autre.
Étymologie: πρός, αὔω.