πρόσηβος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσηβος''': -ον, (ἤβη), ὁ πλησιάζων πρὸς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Ξεν Κύρ. 1, 4, 4, Διον Ἁλ. 2. 71, κτλ· τὴν ἡλικίαν πρ. ὢν Λουκ. Ἐνύπν. 1· ― [[ὡσαύτως]] (θηλ.), ἡ πλησιάζουσα πρὸς τὴν ἡλικίαν τῆς γυναικός, [[παιδίσκη]] Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548Β.
|lstext='''πρόσηβος''': -ον, (ἤβη), ὁ πλησιάζων πρὸς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Ξεν Κύρ. 1, 4, 4, Διον Ἁλ. 2. 71, κτλ· τὴν ἡλικίαν πρ. ὢν Λουκ. Ἐνύπν. 1· ― [[ὡσαύτως]] (θηλ.), ἡ πλησιάζουσα πρὸς τὴν ἡλικίαν τῆς γυναικός, [[παιδίσκη]] Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />adolescent.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἥβη]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσηβος Medium diacritics: πρόσηβος Low diacritics: πρόσηβος Capitals: ΠΡΟΣΗΒΟΣ
Transliteration A: prósēbos Transliteration B: prosēbos Transliteration C: prosivos Beta Code: pro/shbos

English (LSJ)

ον, (ἥβη)

   A near manhood, X.Cyr.1.4.4, D.H.2.71, Ael. VH3.32, Chor.p.60 B.; τὴν ἡλικίαν π. ὤν Luc.Somn.1; also, near womanhood, παιδίσκη Clearch.14, cf. Ruf. ap. Orib.inc.2.16.

German (Pape)

[Seite 764] dem reisen Jugendalter nahe; Xen. Cyr. 1, 4, 4; Ael. V. H. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσηβος: -ον, (ἤβη), ὁ πλησιάζων πρὸς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Ξεν Κύρ. 1, 4, 4, Διον Ἁλ. 2. 71, κτλ· τὴν ἡλικίαν πρ. ὢν Λουκ. Ἐνύπν. 1· ― ὡσαύτως (θηλ.), ἡ πλησιάζουσα πρὸς τὴν ἡλικίαν τῆς γυναικός, παιδίσκη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adolescent.
Étymologie: πρός, ἥβη.