προσάνειμι: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα [[πόλις]], προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, [[Πολυδ]]. Θ΄ 20. | |lstext='''προσάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα [[πόλις]], προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, [[Πολυδ]]. Θ΄ 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=monter jusqu’à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνειμι]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.
German (Pape)
[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.
Greek (Liddell-Scott)
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.