προβουλή: Difference between revisions
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβουλή''': ἡ, [[πρόνοια]], προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ. | |lstext='''προβουλή''': ἡ, [[πρόνοια]], προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />délibération préalable.<br />'''Étymologie:''' [[προβουλεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A forethought, ἐκ προβουλῆς of malice aforethought, Antipho 1.5, D.C.47.4, etc. II standing committee, ἡ βουλὴ καὶ ἡ π. dub. in BCH26.168 (Syria, i/ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 713] ἡ, Vorberathung, Ueberlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προβουλή: ἡ, πρόνοια, προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
délibération préalable.
Étymologie: προβουλεύω.