προπέτεια: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπέτεια''': ἡ, [[ἀπερίσκεπτος]] [[σπουδή]], [[ὁρμή]], βία, [[ἀδιακρισία]], [[αὐθάδεια]], Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ [[θρασύτης]] ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ [[ἀπόνοια]] ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ [[σωφροσύνη]], ὁ αὐτ. 420. 11· ― [[ἀστάθεια]], Πολύβ. 10. 6, 2.
|lstext='''προπέτεια''': ἡ, [[ἀπερίσκεπτος]] [[σπουδή]], [[ὁρμή]], βία, [[ἀδιακρισία]], [[αὐθάδεια]], Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ [[θρασύτης]] ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ [[ἀπόνοια]] ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ [[σωφροσύνη]], ὁ αὐτ. 420. 11· ― [[ἀστάθεια]], Πολύβ. 10. 6, 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.<br />'''Étymologie:''' [[προπετής]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπέτεια Medium diacritics: προπέτεια Low diacritics: προπέτεια Capitals: ΠΡΟΠΕΤΕΙΑ
Transliteration A: propéteia Transliteration B: propeteia Transliteration C: propeteia Beta Code: prope/teia

English (LSJ)

ἡ,

   A headlong haste, rashness, Isoc.5.90, Arist.EN1150b19; opp.σωφροσύνη, D.19.251; πρόπου π. Id.21.38; π. καὶ θρασύτης Id.22.63, cf. 23.130; π. καὶ ἀπόνοια Id.44.58; hasty judgement, Gal. Anim.Pass.2.6; fickleness, Plb.10.6.2.    II prominence, of the nose, Sor.1.103; of the eyes, Gal.18(2).301, Aët.7.2.

German (Pape)

[Seite 739] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ θρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.

Greek (Liddell-Scott)

προπέτεια: ἡ, ἀπερίσκεπτος σπουδή, ὁρμή, βία, ἀδιακρισία, αὐθάδεια, Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ θρασύτης ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ ἀπόνοια ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, ὁ αὐτ. 420. 11· ― ἀστάθεια, Πολύβ. 10. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.
Étymologie: προπετής.