προσαναβαίνω: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαναβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἀνέρχομαι]] ἢ [[ἀναβαίνω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 2· ἐπὶ παρυδατίων πτηνῶν, πρ. πρὸς τὰς πέτρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21· πρ. πρὸς τὸ ὄρθιον Δίων Κ. 39. 45· ― ὑψοῦμαι περισσότερον, ἐπὶ πλημμυροῦντος ποταμοῦ, Πολύβ. 3. 72, 4· ― [[πόλις]] προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ τόπου προσάντους, [[Πολυδ]]. Ι΄, 20· ― μεταφορ., τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι, ἀναβῆναι [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ρωμύλου, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[ἀναβαίνω]], [[ἀνέρχομαι]], τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν δεῖ, δηλ. τὸ πρόσαντες, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Νίκαις» 1. | |lstext='''προσαναβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἀνέρχομαι]] ἢ [[ἀναβαίνω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 2· ἐπὶ παρυδατίων πτηνῶν, πρ. πρὸς τὰς πέτρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21· πρ. πρὸς τὸ ὄρθιον Δίων Κ. 39. 45· ― ὑψοῦμαι περισσότερον, ἐπὶ πλημμυροῦντος ποταμοῦ, Πολύβ. 3. 72, 4· ― [[πόλις]] προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ τόπου προσάντους, [[Πολυδ]]. Ι΄, 20· ― μεταφορ., τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι, ἀναβῆναι [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ρωμύλου, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[ἀναβαίνω]], [[ἀνέρχομαι]], τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν δεῖ, δηλ. τὸ πρόσαντες, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Νίκαις» 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσαναβήσομαι, <i>ao.</i> προσανέβην, <i>etc.</i><br />monter vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc. ; <i>fig.</i> remonter jusqu’à : [[τῷ]] Ῥομύλῳ PLUT remonter jusqu’à Romulus.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -βήσομαι X.Eq.Mag.1.2:—go up, or mount besides, l. c.; of water-birds, π. πρὸς τὰς πέτρας Arist.HA617a26; π. πρὸς τὸ ὄρθιον D.C.39.45; rise higher, as a swollen river, Plb.3.72.4; πόλις προσαναβαίνουσα lying on a mountain side, Poll.9.20: metaph., π. τῷ Ῥωμύλῳ go back as far as R., Plu.Thes.1. II c. acc. loci, climb, ascend, τὸ σιμόν Pl.Com.79.
German (Pape)
[Seite 748] noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀνέρχομαι ἢ ἀναβαίνω πρός τι μέρος, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 2· ἐπὶ παρυδατίων πτηνῶν, πρ. πρὸς τὰς πέτρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21· πρ. πρὸς τὸ ὄρθιον Δίων Κ. 39. 45· ― ὑψοῦμαι περισσότερον, ἐπὶ πλημμυροῦντος ποταμοῦ, Πολύβ. 3. 72, 4· ― πόλις προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ τόπου προσάντους, Πολυδ. Ι΄, 20· ― μεταφορ., τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι, ἀναβῆναι μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ρωμύλου, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ἀναβαίνω, ἀνέρχομαι, τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν δεῖ, δηλ. τὸ πρόσαντες, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Νίκαις» 1.
French (Bailly abrégé)
f. προσαναβήσομαι, ao. προσανέβην, etc.
monter vers, avec πρός et l’acc. ; fig. remonter jusqu’à : τῷ Ῥομύλῳ PLUT remonter jusqu’à Romulus.
Étymologie: πρός, ἀναβαίνω.