ῥᾳθυμέω: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾳθῡμέω''': εἶμαι [[ῥᾴθυμος]], ἀργῶ, τρυφῶ, Πολύβ. 10. 20, 2. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀμελῶ, [[μένω]] [[ἀργός]], δὲν [[πράττω]] τι, ἀντίθετον τῷ [[πονέω]], ἐξὸν δὲ ῥᾳθυμεῖν βούλεται πονεῖν [[ὥστε]] πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6, Ἰσοκρ. 3D, κτλ.· ῥ. ἐπί τινι Δημ. 427 ἐν τέλ.· [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 49, 9· [[περί]] τι Διόδ. 2. 18., 14. 88.
|lstext='''ῥᾳθῡμέω''': εἶμαι [[ῥᾴθυμος]], ἀργῶ, τρυφῶ, Πολύβ. 10. 20, 2. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀμελῶ, [[μένω]] [[ἀργός]], δὲν [[πράττω]] τι, ἀντίθετον τῷ [[πονέω]], ἐξὸν δὲ ῥᾳθυμεῖν βούλεται πονεῖν [[ὥστε]] πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6, Ἰσοκρ. 3D, κτλ.· ῥ. ἐπί τινι Δημ. 427 ἐν τέλ.· [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 49, 9· [[περί]] τι Διόδ. 2. 18., 14. 88.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être nonchalant, insouciant ; se laisser aller à la mollesse, à la sensualité.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴθυμος]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 832] leichtsinnig, nachlässig, sorglos sein, dem Vergnügen, der Liebe ergeben sein, in B. A. 300 erkl. τὸ ἀργεῖν ἢ κατατρυφᾶν ἢ τοῖς ἀφροδισίοις σχολάζειν; auch in gutem Sinne, sorglos sein, Plat. Legg. X, 903 b; im Ggstz von πονεῖν, Xen. An. 2, 6, 6; Hell. 5, 1, 14; Isocr. 1, 9; Dem. 1, 13; ἐῤῥᾳθυμηκότες, 15; ἐπὶ τοιούτοις ἔργοις, 19, 270; περί τινος, sich um Etwas nicht kümmern, Pol. 2, 49, 9 u. öfter; Luc. Catapl. 1; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳθῡμέω: εἶμαι ῥᾴθυμος, ἀργῶ, τρυφῶ, Πολύβ. 10. 20, 2. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀμελῶ, μένω ἀργός, δὲν πράττω τι, ἀντίθετον τῷ πονέω, ἐξὸν δὲ ῥᾳθυμεῖν βούλεται πονεῖν ὥστε πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6, Ἰσοκρ. 3D, κτλ.· ῥ. ἐπί τινι Δημ. 427 ἐν τέλ.· περί τινος Πολύβ. 2. 49, 9· περί τι Διόδ. 2. 18., 14. 88.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être nonchalant, insouciant ; se laisser aller à la mollesse, à la sensualité.
Étymologie: ῥᾴθυμος.