Πυθιονίκης: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Πῡθιονίκης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Πυθικοῖς ἀγῶσι, Πινδ.. Π. 9. 1, Ἡρόδ. 8. 47· - Πυθιονίκη, ἡ, Ἀντιφάν. ἐν «Ἁλιευομένῃ» 20, κ. ἀλλ. | |lstext='''Πῡθιονίκης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Πυθικοῖς ἀγῶσι, Πινδ.. Π. 9. 1, Ἡρόδ. 8. 47· - Πυθιονίκη, ἡ, Ἀντιφάν. ἐν «Ἁλιευομένῃ» 20, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />vainqueur aux jeux Pythiques.<br />'''Étymologie:''' [[Πύθιος]], [[νικάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. -ᾱς, α, ὁ,
A conqueror in the Pythian games, Pi.P.9.1, Hdt.8.47, PLond.3.1178.67 (ii A.D.), Hld.5.19:—fem. Πῡθιο-νίκη, ἡ, pr.n. of a ἑταίρα, afterwards deified as Π. Ἀφροδίτη, Python 1.8, Antiph.26.20, Timocl.17, Philem.16, Theopomp.Hist.244,245, Paus.1.37.2; called Πυθονίκη in D.S.17.108, Plu.Phoc.22 (so, of another woman, IG3.3823). II Πυθιονίκη = Pythian victory, Hld.5.19.
Greek (Liddell-Scott)
Πῡθιονίκης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Πυθικοῖς ἀγῶσι, Πινδ.. Π. 9. 1, Ἡρόδ. 8. 47· - Πυθιονίκη, ἡ, Ἀντιφάν. ἐν «Ἁλιευομένῃ» 20, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vainqueur aux jeux Pythiques.
Étymologie: Πύθιος, νικάω.