σαφηνίζω: Difference between revisions
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σᾰφηνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (σαφηνὴς) ποιῶ τι σαφές, κατάδηλον, ἐξηγοῦμαι σαφῶς, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 227, πρβλ. 621· ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 678· σ. τοὺς κρατιστεύοντας Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· τὴν παιδείαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. Λακ. 2, 1, πρβλ. Ἀπομν. 4. 3, 4., 4. 7, 6· σ. τὴν βασιλείαν, [[ὁρίζω]] τὴν διαδοχὴν τῆς βασιλείας, ὁ αὐτ. ἐν Κὺρ. 8. 7, 9. 2) ἀπολ., σαφῶς, καθαρῶς [[προφέρω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 7, Προβλ. 8. 14., 11. 27, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαφήνισον· ἑρμήνευσον». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82. | |lstext='''σᾰφηνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (σαφηνὴς) ποιῶ τι σαφές, κατάδηλον, ἐξηγοῦμαι σαφῶς, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 227, πρβλ. 621· ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 678· σ. τοὺς κρατιστεύοντας Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· τὴν παιδείαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. Λακ. 2, 1, πρβλ. Ἀπομν. 4. 3, 4., 4. 7, 6· σ. τὴν βασιλείαν, [[ὁρίζω]] τὴν διαδοχὴν τῆς βασιλείας, ὁ αὐτ. ἐν Κὺρ. 8. 7, 9. 2) ἀπολ., σαφῶς, καθαρῶς [[προφέρω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 7, Προβλ. 8. 14., 11. 27, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαφήνισον· ἑρμήνευσον». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> σαφηνιῶ;<br />rendre clair ; montrer, indiquer clairement : [[τι]] qch ; τὴν βασιλείαν XÉN déterminer l’ordre de succession au trône.<br />'''Étymologie:''' [[σαφηνής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A make clear or plain, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ ib.227, cf. 621; ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν Id.Ch.678; σ. τοὺς κρατιστεύοντας X.Cyr.8.4.5; τὴν παιδείαν Id.Lac.2.1, cf. Mem.4.3.4, 4.7.6; σ. τὴν βασιλείαν determine the succession, Id.Cyr.8.7.9. 2 abs., articulate clearly, Hp. Carn.18; τῇ φωνῇ Arist.HA633a12, cf.Pr.888b10, 902a6.
German (Pape)
[Seite 866] deutlich machen, erklären, erläutern; τοῦτο δὴ σαφηνιῶ, Aesch. Prom. 727; ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν, Ch. 667; u. in Prosa: Xen. Cyr. 8, 4, 4; τὴν βασιλείαν, d. i. den Thronfolger bestimmen, 8, 7, 9; Mem. 4, 3, 4; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰφηνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (σαφηνὴς) ποιῶ τι σαφές, κατάδηλον, ἐξηγοῦμαι σαφῶς, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 227, πρβλ. 621· ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 678· σ. τοὺς κρατιστεύοντας Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· τὴν παιδείαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. Λακ. 2, 1, πρβλ. Ἀπομν. 4. 3, 4., 4. 7, 6· σ. τὴν βασιλείαν, ὁρίζω τὴν διαδοχὴν τῆς βασιλείας, ὁ αὐτ. ἐν Κὺρ. 8. 7, 9. 2) ἀπολ., σαφῶς, καθαρῶς προφέρω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 7, Προβλ. 8. 14., 11. 27, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαφήνισον· ἑρμήνευσον». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.
French (Bailly abrégé)
f. σαφηνιῶ;
rendre clair ; montrer, indiquer clairement : τι qch ; τὴν βασιλείαν XÉN déterminer l’ordre de succession au trône.
Étymologie: σαφηνής.