σκυτοδέψης: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτοδέψης''': -ον, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, [[βυρσοδέψης]], Θεοφρ. Χαρακτ. 17, Πλουτ. Νουμ. 17· πρβλ. [[σκυλοδέψης]].
|lstext='''σκῡτοδέψης''': -ον, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, [[βυρσοδέψης]], Θεοφρ. Χαρακτ. 17, Πλουτ. Νουμ. 17· πρβλ. [[σκυλοδέψης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σκυτοδεψός]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοδέψης Medium diacritics: σκυτοδέψης Low diacritics: σκυτοδέψης Capitals: ΣΚΥΤΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skytodépsēs Transliteration B: skytodepsēs Transliteration C: skytodepsis Beta Code: skutode/yhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A leatherdresser, currier, Thphr.Char.16.6, HP3.18.5, Plu.Num.17 (gen. pl.), Luc.Vit.Auct.11; cf. σκυλοδέψης.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, Ledergerber, Theophr., Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοδέψης: -ον, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Θεοφρ. Χαρακτ. 17, Πλουτ. Νουμ. 17· πρβλ. σκυλοδέψης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σκυτοδεψός.