σιδηροφόρος: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηροφόρος''': -ον, ὁ παράγων [[σίδηρον]], [[γαῖα]] σιδ., ἐπὶ τῶν Χαλύβων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 141, πρβλ. 1005. ΙΙ. ὁ ἐκ σιδήρου κατεσκευασμένος, γόμφοι Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 5, κτλ. ΙΙΙ. ὁ φέρων ὅπλα ἢ ἐργαλεῖα, ὁ αὐτ. ἐν Δ. 46. 2, Ἀνθ. Π. 8. 203. | |lstext='''σῐδηροφόρος''': -ον, ὁ παράγων [[σίδηρον]], [[γαῖα]] σιδ., ἐπὶ τῶν Χαλύβων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 141, πρβλ. 1005. ΙΙ. ὁ ἐκ σιδήρου κατεσκευασμένος, γόμφοι Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 5, κτλ. ΙΙΙ. ὁ φέρων ὅπλα ἢ ἐργαλεῖα, ὁ αὐτ. ἐν Δ. 46. 2, Ἀνθ. Π. 8. 203. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit du fer;<br /><b>2</b> fait de fer;<br /><b>3</b> qui porte <i>ou</i> tient du fer, <i>càd</i> des armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[φορέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A producing iron, γαῖα σ., of the Chalybes, A.R.2.141, cf. 1005. II bearing arms or tools, Nonn.D. 46.2, AP8.203.
German (Pape)
[Seite 880] 1) Eisen tragend, hervorbringend, γαίη, Ap. Rh. 2, 141. 1005. – 2) eiserne Waffen tragend, mit Eisen bewaffnet.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροφόρος: -ον, ὁ παράγων σίδηρον, γαῖα σιδ., ἐπὶ τῶν Χαλύβων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 141, πρβλ. 1005. ΙΙ. ὁ ἐκ σιδήρου κατεσκευασμένος, γόμφοι Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 5, κτλ. ΙΙΙ. ὁ φέρων ὅπλα ἢ ἐργαλεῖα, ὁ αὐτ. ἐν Δ. 46. 2, Ἀνθ. Π. 8. 203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui produit du fer;
2 fait de fer;
3 qui porte ou tient du fer, càd des armes, armé.
Étymologie: σίδηρος, φορέω.