σκαφοειδής: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰφοειδής''': -ές, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς λέμβον ἢ [[πλοιάριον]], Διόδ. 2. 31· [[ὅμοιος]] πρὸς σκάφην ἢ λεκάνην, Στοβ. Ἐκλ.: Φυσ. σ. 46 Gaisf., Πλούτ. 2. 890D κἐξ.· τὸ σκαφοειδές, [[σῶμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] λεκάνης ἢ σκάφης, Πλούτ. 2. 891Ε.
|lstext='''σκᾰφοειδής''': -ές, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς λέμβον ἢ [[πλοιάριον]], Διόδ. 2. 31· [[ὅμοιος]] πρὸς σκάφην ἢ λεκάνην, Στοβ. Ἐκλ.: Φυσ. σ. 46 Gaisf., Πλούτ. 2. 890D κἐξ.· τὸ σκαφοειδές, [[σῶμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] λεκάνης ἢ σκάφης, Πλούτ. 2. 891Ε.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un bateau allongé.<br />'''Étymologie:''' [[σκάφη]], [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφοειδής Medium diacritics: σκαφοειδής Low diacritics: σκαφοειδής Capitals: ΣΚΑΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skaphoeidḗs Transliteration B: skaphoeidēs Transliteration C: skafoeidis Beta Code: skafoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a bowl, hollow, Eudox.Ars 12.9, D.S.2.31, Placit.2.22.2, al., Gal.UP3.6, Ach. Tat.Intr.Arat.19; τὸ σ. bowl-shaped body, Placit.2.24.3.

German (Pape)

[Seite 890] ές, nachen-, kahnartig, kahnähnlich, Plut. placit. phil. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς λέμβον ἢ πλοιάριον, Διόδ. 2. 31· ὅμοιος πρὸς σκάφην ἢ λεκάνην, Στοβ. Ἐκλ.: Φυσ. σ. 46 Gaisf., Πλούτ. 2. 890D κἐξ.· τὸ σκαφοειδές, σῶμα ἔχον τὸ σχῆμα λεκάνης ἢ σκάφης, Πλούτ. 2. 891Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à un bateau allongé.
Étymologie: σκάφη, εἶδος.