σπαρτός: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπαρτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, ὀν, Εὐρ. Ἰκέτ. 578· ([[σπείρω]])· - ἐσπαρμένος, φυόμενος ἐκ σπόρου, καλλιεργημένος, Διοσκ. 3. 45, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οἱ.. σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Πλάτ. Σοφ. 247C· σπαρτῶν γένος, «υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», Αἰσχύλ. Εὐμ. 410· - ἐπὶ τῶν θηβαίων, Σπαρτοί, οἱ, οἱ ἐσπαρμένοι, οἱ ἀξιοῦντες ὅτι ἐφύτρωσαν ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος οὓς ὁ [[Κάδμος]] ἔσπειρεν, οἱ Καδμεῖοι, Πινδ. Ι. 1. 41., 7 (6). 13· Σπαρτῶν [[στάχυς]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], ἡ Θηβαϊκὴ [[λόγχη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 578· Ἐχίων σπαρτὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2126Β, 6129Α. ΙΙ. διεσπαρμένος, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀνθ. Π. 7. 338· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐκκλ.
|lstext='''σπαρτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, ὀν, Εὐρ. Ἰκέτ. 578· ([[σπείρω]])· - ἐσπαρμένος, φυόμενος ἐκ σπόρου, καλλιεργημένος, Διοσκ. 3. 45, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οἱ.. σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Πλάτ. Σοφ. 247C· σπαρτῶν γένος, «υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», Αἰσχύλ. Εὐμ. 410· - ἐπὶ τῶν θηβαίων, Σπαρτοί, οἱ, οἱ ἐσπαρμένοι, οἱ ἀξιοῦντες ὅτι ἐφύτρωσαν ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος οὓς ὁ [[Κάδμος]] ἔσπειρεν, οἱ Καδμεῖοι, Πινδ. Ι. 1. 41., 7 (6). 13· Σπαρτῶν [[στάχυς]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], ἡ Θηβαϊκὴ [[λόγχη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 578· Ἐχίων σπαρτὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2126Β, 6129Α. ΙΙ. διεσπαρμένος, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀνθ. Π. 7. 338· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> semé, ensemencé ; <i>fig.</i> engendré;<br /><b>2</b> disséminé, dispersé ; [[οἱ]] Σπαρτοί <i>propr.</i> les hommes semés <i>ou</i> nés des dents du dragon de Cadmos, <i>càd</i> les Thébains.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαρτός Medium diacritics: σπαρτός Low diacritics: σπαρτός Capitals: ΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: spartós Transliteration B: spartos Transliteration C: spartos Beta Code: sparto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Supp.578: (σπείρω):—

   A sown, grown from seed, cultivated, Thphr.HP6.8.2, Dsc.3.37, etc.    2 of men, οἱ . . σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Pl.Sph.247c; σπαρτῶν γένος children of men, A.Eu.410.    b esp. at Thebes, Σπαρτοί, οἱ, the Sown-men, those who sprang from the dragon's teeth sown by Cadmus, and their descendants, Pi.I.1.30,7(6).10; Σπαρτῶν στάχυς E.HF5; Ἐχίων σπαρτός IG14.1285 ii 9, 1292 i 3, cf. E.Ba.1274; λόγχη σπαρτός the Theban spear, Id.Supp.578.    II scattered, of the limbs of a corpse, AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 917] gesäet, u. übertr., erzeugt; bes. ἄνδρες, die Thebaner, Sparten, Soph. O. C. 1531 u. A., die aus den von Kadmus gesäeten Drachenzähnen Entsproßten u. ihre Nachkommen; ähnlich οἵγε αὐτῶν σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες, Plat. Soph. 247 c; übh. thebanisch, λόγχη Eur. Suppl. 594.

Greek (Liddell-Scott)

σπαρτός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, ὀν, Εὐρ. Ἰκέτ. 578· (σπείρω)· - ἐσπαρμένος, φυόμενος ἐκ σπόρου, καλλιεργημένος, Διοσκ. 3. 45, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οἱ.. σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Πλάτ. Σοφ. 247C· σπαρτῶν γένος, «υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», Αἰσχύλ. Εὐμ. 410· - ἐπὶ τῶν θηβαίων, Σπαρτοί, οἱ, οἱ ἐσπαρμένοι, οἱ ἀξιοῦντες ὅτι ἐφύτρωσαν ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος οὓς ὁ Κάδμος ἔσπειρεν, οἱ Καδμεῖοι, Πινδ. Ι. 1. 41., 7 (6). 13· Σπαρτῶν στάχυς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5· λόγχη σπαρτός, ἡ Θηβαϊκὴ λόγχη, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 578· Ἐχίων σπαρτὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2126Β, 6129Α. ΙΙ. διεσπαρμένος, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀνθ. Π. 7. 338· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 semé, ensemencé ; fig. engendré;
2 disséminé, dispersé ; οἱ Σπαρτοί propr. les hommes semés ou nés des dents du dragon de Cadmos, càd les Thébains.
Étymologie: σπείρω.