σπογγίζω: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπογγίζω''': μέλλ. -ίσω, ἀπομάττω διὰ σπόγγου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 247· τὰ [[βάθρα]] Δημ. 313. 12· τὰ ὑποδήματα Ἀθήν. 351Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 31. ΙΙ. σπογγίζων [[ἀποβάλλω]], [[ἀποψήχω]], «σφογγίζω», τὸν ἱδρῶτα… ἀπ’ ἐμοῦ σπόγγισον Φερεκρ. ἐν «Ἐπιπλήσμονι» 7. | |lstext='''σπογγίζω''': μέλλ. -ίσω, ἀπομάττω διὰ σπόγγου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 247· τὰ [[βάθρα]] Δημ. 313. 12· τὰ ὑποδήματα Ἀθήν. 351Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 31. ΙΙ. σπογγίζων [[ἀποβάλλω]], [[ἀποψήχω]], «σφογγίζω», τὸν ἱδρῶτα… ἀπ’ ἐμοῦ σπόγγισον Φερεκρ. ἐν «Ἐπιπλήσμονι» 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=éponger, nettoyer, laver avec une éponge, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σπόγγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
or σφ-,
A wipe with a sponge, Ar.Th.247; τὰ βάθρα D.18.258; τὰ ὑποδήματα Arr.Epict.2.22.31, Ath.8.351a (Pass.). II wipe away, τὸν ἱδρῶτα . . ἀπ' ἐμοῦ σπόγγισον Pherecr.53.
German (Pape)
[Seite 922] mit dem Schwamme abwischen; Ar. Th. 247; τὰ βάθρα, Dem. 18, 258; ὡς εἶδεν ἐσπογγισμένα τὰ ὑποδήματα, Ath. VIII, 351 a.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγίζω: μέλλ. -ίσω, ἀπομάττω διὰ σπόγγου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 247· τὰ βάθρα Δημ. 313. 12· τὰ ὑποδήματα Ἀθήν. 351Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 31. ΙΙ. σπογγίζων ἀποβάλλω, ἀποψήχω, «σφογγίζω», τὸν ἱδρῶτα… ἀπ’ ἐμοῦ σπόγγισον Φερεκρ. ἐν «Ἐπιπλήσμονι» 7.
French (Bailly abrégé)
éponger, nettoyer, laver avec une éponge, acc..
Étymologie: σπόγγος.