σαγήνη: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σᾰγήνη''': ἡ, μέγα [[δίκτυον]] [[ὅπερ]] σύρεται πρὸς ἁλιείαν, Ἰταλ. sagena, Λουκ. Τίμ. 22, ἁλ. 51, Πλούτ. 169C, Καιν. Διαθ., κλ.· σαγήνην βάλλειν Βάβρ. 4. 1., 9. 6· - [[δίκτυον]] κυνηγετικόν, ὁ αὐτ. 43. 8.<br />2) = [[ἐπίπλοον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 169. | |lstext='''σᾰγήνη''': ἡ, μέγα [[δίκτυον]] [[ὅπερ]] σύρεται πρὸς ἁλιείαν, Ἰταλ. sagena, Λουκ. Τίμ. 22, ἁλ. 51, Πλούτ. 169C, Καιν. Διαθ., κλ.· σαγήνην βάλλειν Βάβρ. 4. 1., 9. 6· - [[δίκτυον]] κυνηγετικόν, ὁ αὐτ. 43. 8.<br />2) = [[ἐπίπλοον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 169. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> seine, grand filet de pêcheur;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> filet de chasseur.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. de substrat comme ἀπ-ήνη. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
Cypr.ἁγάνα (v. ἄγανα and cf. σάγανα), ἡ,
A large drag-net for taking fish, seine, Ital. sagena, LXX Hb.1.15, al., Ev.Matt.13.47, Plu.2.169c, Luc.Tim.22, Pisc.51, etc.; σαγήνην βάλλειν Babr.4.1, 9.6; hunting-net, Id.43.8. 2 = ἐπίπλοος (c), Poll.2.169.
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, ein großes Netz, mit dem viele Fische auf einmal gefangen werden können, das Ziehgarn oder Schleppnetz; Luc. Pisc. 51 u. öfter; Plut. u. a. Sp.; οἱ λίνα καὶ στάλικας καὶ σαγήνας περιβαλλόμενοι, S. Emp. adv. phys. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγήνη: ἡ, μέγα δίκτυον ὅπερ σύρεται πρὸς ἁλιείαν, Ἰταλ. sagena, Λουκ. Τίμ. 22, ἁλ. 51, Πλούτ. 169C, Καιν. Διαθ., κλ.· σαγήνην βάλλειν Βάβρ. 4. 1., 9. 6· - δίκτυον κυνηγετικόν, ὁ αὐτ. 43. 8.
2) = ἐπίπλοον, Πολυδ. Β΄, 169.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 seine, grand filet de pêcheur;
2 p. ext. filet de chasseur.
Étymologie: DELG terme techn. de substrat comme ἀπ-ήνη.