Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σοροπηγός: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοροπηγός''': -οῦ, ὁ ([[πήγνυμι]]) ὁ κατασκευάζων, σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 846, Ἀνθ. Π. 11. 122, 123· ― σοροπήγιον, τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] [[αὐτοῦ]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 160· ― σοροπηγέω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 186. 1. 6, ἔκδ. Λ.
|lstext='''σοροπηγός''': -οῦ, ὁ ([[πήγνυμι]]) ὁ κατασκευάζων, σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 846, Ἀνθ. Π. 11. 122, 123· ― σοροπήγιον, τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] [[αὐτοῦ]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 160· ― σοροπηγέω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 186. 1. 6, ἔκδ. Λ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant de cercueils.<br />'''Étymologie:''' [[σορός]], [[πήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοροπηγός Medium diacritics: σοροπηγός Low diacritics: σοροπηγός Capitals: ΣΟΡΟΠΗΓΟΣ
Transliteration A: soropēgós Transliteration B: soropēgos Transliteration C: soropigos Beta Code: sorophgo/s

English (LSJ)

ὁ, (πήγνυμι)

   A coffin-maker, Ar.Nu.846, AP11.122 (Callicter?), 123 (Hedyl.):— σορο-πήγιον, τό, his workshop, Poll.7.160.

German (Pape)

[Seite 913] Särge zusammenfügend; Ar. Nubb. 836; öfter in der Anth., wie Ep. ad. 448 (XI, 3), Nicarch. 30 (XI, 122), Hedyl. 5 (V, 199).

Greek (Liddell-Scott)

σοροπηγός: -οῦ, ὁ (πήγνυμι) ὁ κατασκευάζων, σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 846, Ἀνθ. Π. 11. 122, 123· ― σοροπήγιον, τό, τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 160· ― σοροπηγέω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 186. 1. 6, ἔκδ. Λ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de cercueils.
Étymologie: σορός, πήγνυμι.