σταδιοδρομέω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰδιοδρομέω''': [[τρέχω]] ἐν τῷ σταδίῳ, [[ἀγωνίζομαι]] εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ [[μέτρον]], ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια [[δραμοῦμαι]]˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618.
|lstext='''στᾰδιοδρομέω''': [[τρέχω]] ἐν τῷ σταδίῳ, [[ἀγωνίζομαι]] εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ [[μέτρον]], ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια [[δραμοῦμαι]]˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />courir dans le stade, disputer le prix de la course.<br />'''Étymologie:''' [[σταδιοδρόμος]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιοδρομέω Medium diacritics: σταδιοδρομέω Low diacritics: σταδιοδρομέω Capitals: ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: stadiodroméō Transliteration B: stadiodromeō Transliteration C: stadiodromeo Beta Code: stadiodrome/w

English (LSJ)

   A run in the stadium, race, Pl.Thg.129a, D.59.121 (στάδια δραμοῦμαι shd. be read for σταδιοδρομοῦμαι (-α⟩οδρ- cod. L) in E.HF863).

German (Pape)

[Seite 926] im Stadion laufen, um die Wette laufen; Plat. Theag. 129 a; Dem. 59, 121; Plut. – Dazu hat Eur. Herc. Fur. 863 (wie von σταδιοτρέχω gebildet) das fut. σταδιοδραμοῦμαι, wo Herm. στάδια δραμοῦμαι lesen wollte; vgl. Lob. zu Phryn. 618.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιοδρομέω: τρέχω ἐν τῷ σταδίῳ, ἀγωνίζομαι εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ μέτρον, ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια δραμοῦμαι˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
courir dans le stade, disputer le prix de la course.
Étymologie: σταδιοδρόμος.