σκιρός: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιρός''': ἢ σκιρρός (ἴδε [[σκῖρος]] ἐν τέλει), ά, όν, [[σκληρός]], νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364. | |lstext='''σκιρός''': ἢ σκιρρός (ἴδε [[σκῖρος]] ἐν τέλει), ά, όν, [[σκληρός]], νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />dur, endurci.<br />'''Étymologie:''' [[σκῖρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A hard, of tempered iron, Sch.S.Aj.651; cancerous, νοσήματα Them.Or.8.110c: metaph., σκιροὺς θεούς (v.l. for σκληροὺς) Plu.2.421d (ap. Eus.PE5.5, σκιρροὺς ap. Theodoret.); σ. γέροντες dub. cj. for σκληροὶ in Longus 2.14.
German (Pape)
[Seite 900] statt σκιῤῥός, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σκιρός: ἢ σκιρρός (ἴδε σκῖρος ἐν τέλει), ά, όν, σκληρός, νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
dur, endurci.
Étymologie: σκῖρος.