στομαλίμνη: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στομᾰλίμνη''': ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, [[λίμνη]] ἐκ θαλασσίου ὕδατος, [[λίμνη]] παρὰ τὴν παραλίαν, [[ἰχθυοτροφεῖον]], Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ [[τύπος]] στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.
|lstext='''στομᾰλίμνη''': ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, [[λίμνη]] ἐκ θαλασσίου ὕδατος, [[λίμνη]] παρὰ τὴν παραλίαν, [[ἰχθυοτροφεῖον]], Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ [[τύπος]] στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> lac <i>ou</i> étang formé par les eaux de la mer, lagune;<br /><b>2</b> lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.<br />'''Étymologie:''' [[στόμα]], [[λίμνη]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰλίμνη Medium diacritics: στομαλίμνη Low diacritics: στομαλίμνη Capitals: ΣΤΟΜΑΛΙΜΝΗ
Transliteration A: stomalímnē Transliteration B: stomalimnē Transliteration C: stomalimni Beta Code: stomali/mnh

English (LSJ)

ἡ,

   A like λιμνοθάλαττα, salt-water lake, lagoon, Str.4.1.8, 13.1.31; μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης v.l. (ap. Sch.) in Il.6.4.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ. wie λιμνοθάλαττα, das ausgetretene. Buchten odcr Seen bildende Meerwasser, Binnensee, aestuarium, Strab. 4, 1, 8. In seiner ersten Ausgabe hatte Aristarch Iliad. 6, 4 das Wort, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 27 sq.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰλίμνη: ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, λίμνη ἐκ θαλασσίου ὕδατος, λίμνη παρὰ τὴν παραλίαν, ἰχθυοτροφεῖον, Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ τύπος στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 lac ou étang formé par les eaux de la mer, lagune;
2 lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.
Étymologie: στόμα, λίμνη.