στρατεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτεύσιμος''': -ον, [[κατάλληλος]] πρὸς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, [[ἡλικία]] Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12· στρ. ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4· οἱ στρατ. Πολύβ. 6. 19, 6.
|lstext='''στρᾰτεύσιμος''': -ον, [[κατάλληλος]] πρὸς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, [[ἡλικία]] Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12· στρ. ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4· οἱ στρατ. Πολύβ. 6. 19, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre au service militaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρατεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατεύσιμος Medium diacritics: στρατεύσιμος Low diacritics: στρατεύσιμος Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: strateúsimos Transliteration B: strateusimos Transliteration C: strateysimos Beta Code: strateu/simos

English (LSJ)

ον,

   A fit for military service, serviceable, ἡλικία X.HG6.5.12, J.AJ2.15.1; σ. ἔτη X.Cyr.1.2.4; οἱ σ. Plb.6.19.6: Subst. -εύσιμον, τό, payment in lieu of military service, PMonac. 1.54 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 951] zum Kriegsdienste gehörig, tauglich; ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 4; ἡλικία, Hell. 6, 5, 17; οἱ στρατεύσιμοι, Pol. 6, 19, 6, die vorher οἱ ἐν ταῖς ἡλικίαις hießen; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτεύσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, ἡλικία Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12· στρ. ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4· οἱ στρατ. Πολύβ. 6. 19, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au service militaire.
Étymologie: στρατεύω.