στρωμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρωμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στρῶμα]], ἐν τῷ πληθ., σκεπάσματα τῆς κλίνης, Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 1. | |lstext='''στρωμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στρῶμα]], ἐν τῷ πληθ., σκεπάσματα τῆς κλίνης, Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[στρῶμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of στρῶμα,
A mattress or cushion, PCair.Zen.60.9, 241.3 (iii B.C.), al.: pl., bedclothes, M.Ant.5.1, POxy.1645.9 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 957] τό, dim. von στρῶμα, M. Ant. 5. 1.
Greek (Liddell-Scott)
στρωμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στρῶμα, ἐν τῷ πληθ., σκεπάσματα τῆς κλίνης, Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de στρῶμα.