στόμφαξ: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στόμφαξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ([[στόμφος]]) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ [[στόμα]], [[κομπαστής]], [[μεγαλορρήμων]], [[μάλιστα]] δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. [[στομφάζω]])· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. [[ὄμφαξ]] ἐν τέλ. | |lstext='''στόμφαξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ([[στόμφος]]) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ [[στόμα]], [[κομπαστής]], [[μεγαλορρήμων]], [[μάλιστα]] δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. [[στομφάζω]])· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. [[ὄμφαξ]] ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br />qui parle avec emphase, grandiloquent.<br />'''Étymologie:''' [[στόμφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, ἡ,
A ranter, as Aeschylus is called by Pheidippides in Ar.Nu.1367.
German (Pape)
[Seite 948] ακος, ὁ, der das Maul im Sprechen vollnimmt, bes. Wörter braucht, die den Mund füllen, wie Aeschylus bei Ar. Nubb. 1349 heißt. wegen seiner langen Wortzusammensetzungen; der Schol. zu dieser Stelle u. zu Vesp. 721 betrachtet das Wort als zusammengesetzt aus στόμα u. ὄμφαξ, u. erkl. σκληρός, τραχύς, s. aber στόμφος.
Greek (Liddell-Scott)
στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, (στόμφος) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ στόμα, κομπαστής, μεγαλορρήμων, μάλιστα δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. στομφάζω)· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. ὄμφαξ ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
qui parle avec emphase, grandiloquent.
Étymologie: στόμφος.