στρογγυλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρογγῠλοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107. | |lstext='''στρογγῠλοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />de forme arrondie, rond.<br />'''Étymologie:''' [[στρογγυλός]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A of round form, τύπωμα Plu.2.1121c, cf. Dsc.3.54 (interpol.). Adv. -δῶς Alex.Aphr.Pr.1.107, Alex.Trall. 2.
German (Pape)
[Seite 955] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme arrondie, rond.
Étymologie: στρογγυλός, εἶδος.