ὑποτύφω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτύφω''': [ῡ], μέλλ. -θύψω, [[ὑποκαίω]], «κουφοκαίω», πῦρ ὑποτύφει τὴν νῆσον Φιλόστρ. 836· μεταφορ., ὑποθύψας τὴν διαβολὴν Πολύβ. 5. 42, 5· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑποτύφεται [[ἔχθρα]] Κτησ. Περσ. 46· ὑπετέθυπτο Ἀπολλοφ. ἐν Ἀδήλ. 2· κατὰ μικρὸν [[ταῦτα]] ([[φθόνος]], [[λύπη]], ὀργὴ) ὑποτυφόμενα… μανίαν ἀποτελεῖ Λουκ. Ἀποκηρ. 30· [[ἔρως]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 41· [[πόλεμος]] Πλουτ. Περικλ. 32· ἐπί προσώπων, ὑποτετῦφθαι, καίεσθαι διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου [[πυρός]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 68.
|lstext='''ὑποτύφω''': [ῡ], μέλλ. -θύψω, [[ὑποκαίω]], «κουφοκαίω», πῦρ ὑποτύφει τὴν νῆσον Φιλόστρ. 836· μεταφορ., ὑποθύψας τὴν διαβολὴν Πολύβ. 5. 42, 5· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑποτύφεται [[ἔχθρα]] Κτησ. Περσ. 46· ὑπετέθυπτο Ἀπολλοφ. ἐν Ἀδήλ. 2· κατὰ μικρὸν [[ταῦτα]] ([[φθόνος]], [[λύπη]], ὀργὴ) ὑποτυφόμενα… μανίαν ἀποτελεῖ Λουκ. Ἀποκηρ. 30· [[ἔρως]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 41· [[πόλεμος]] Πλουτ. Περικλ. 32· ἐπί προσώπων, ὑποτετῦφθαι, καίεσθαι διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου [[πυρός]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 68.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ὑπέθυψα, <i>Pass. pf.</i> ὑποτέθυμμαι;<br />faire fumer en allumant par-dessous ; <i>Pass.</i> dégager de la fumée en s’allumant, couver intérieurement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τύφω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτύφω Medium diacritics: ὑποτύφω Low diacritics: υποτύφω Capitals: ΥΠΟΤΥΦΩ
Transliteration A: hypotýphō Transliteration B: hypotyphō Transliteration C: ypotyfo Beta Code: u(potu/fw

English (LSJ)

[ῡ],

   A burn with a smouldering fire beneath, πῦρ ὑ. τὴν νῆσον Philostr.Im.2.17: metaph., kindle into a smouldering fire, cause to burn secretly, ὑποθύψας τὴν διαβολήν Plb.5.42.3:—Pass., ἔχθρα ὑπετύφετο Ctes.Fr.29.46; ὑπετέθυπτο Apolloph.10; λύπη, ὀργή, Luc.Abd.30; εἰρωνεία Ph.1.142; ὀργή Id.2.584, πόλεμος Plu. Per.32, Jul.Or.1.13b; of persons, ὑποτετύφθαι burn with a hidden fire (of love), Poll.3.68; -όμενος ἐς τὸν ἔρωτα Ael.VH9.41.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτύφω: [ῡ], μέλλ. -θύψω, ὑποκαίω, «κουφοκαίω», πῦρ ὑποτύφει τὴν νῆσον Φιλόστρ. 836· μεταφορ., ὑποθύψας τὴν διαβολὴν Πολύβ. 5. 42, 5· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑποτύφεται ἔχθρα Κτησ. Περσ. 46· ὑπετέθυπτο Ἀπολλοφ. ἐν Ἀδήλ. 2· κατὰ μικρὸν ταῦτα (φθόνος, λύπη, ὀργὴ) ὑποτυφόμενα… μανίαν ἀποτελεῖ Λουκ. Ἀποκηρ. 30· ἔρως Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 41· πόλεμος Πλουτ. Περικλ. 32· ἐπί προσώπων, ὑποτετῦφθαι, καίεσθαι διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου πυρός, Πολυδ. Γ΄, 68.

French (Bailly abrégé)

ao. ὑπέθυψα, Pass. pf. ὑποτέθυμμαι;
faire fumer en allumant par-dessous ; Pass. dégager de la fumée en s’allumant, couver intérieurement.
Étymologie: ὑπό, τύφω.