συναποδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναποδύομαι''': ἀποδύομαι [[ὁμοῦ]], [[συναποβάλλω]], [[ὥσπερ]] ξυναποδυόμενοι τὸ Αἰθίοπες [[εἶναι]] Φιλόστρ. 246, πρβλ. Πλούτ. 2. 406Ε· «ὡς καὶ τὸν φαινόλην ἀποδύσασθαι, συναποδύσασθαι δὲ αὐτῷ καὶ τὸ νουνεχὲς» Μένανδρ. Βυζ. σ. 429· ― ἀπολ., συναποδύεσθαί τινι εἰς ἢ [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 94C ([[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.), πρβλ. Ἀθήν. 15C.
|lstext='''συναποδύομαι''': ἀποδύομαι [[ὁμοῦ]], [[συναποβάλλω]], [[ὥσπερ]] ξυναποδυόμενοι τὸ Αἰθίοπες [[εἶναι]] Φιλόστρ. 246, πρβλ. Πλούτ. 2. 406Ε· «ὡς καὶ τὸν φαινόλην ἀποδύσασθαι, συναποδύσασθαι δὲ αὐτῷ καὶ τὸ νουνεχὲς» Μένανδρ. Βυζ. σ. 429· ― ἀπολ., συναποδύεσθαί τινι εἰς ἢ [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 94C ([[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.), πρβλ. Ἀθήν. 15C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συναποδύσομαι, <i>ao.2</i> συναπέδυν, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se déshabiller, <i>particul.</i> pour une lutte, un concours, <i>etc.</i><br /><b>2</b> dépouiller <i>ou</i> déposer ensemble, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἀποδύομαι.
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποδύομαι Medium diacritics: συναποδύομαι Low diacritics: συναποδύομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synapodýomai Transliteration B: synapodyomai Transliteration C: synapodyomai Beta Code: sunapodu/omai

English (LSJ)

Med.,

   A strip off from oneself or put off together, τὸ Αἰθίοπες εἶναι Philostr.V A6.11; τῇ φαινόλῃ τὸ νουνεχές Men.Prot.p.1 D.: abs., συναποδύεσθαί [τινι] εἰς ἀγῶνα strip oneself for a contest along with another, Plu.2.94c, cf.Ath.1.15c.

Greek (Liddell-Scott)

συναποδύομαι: ἀποδύομαι ὁμοῦ, συναποβάλλω, ὥσπερ ξυναποδυόμενοι τὸ Αἰθίοπες εἶναι Φιλόστρ. 246, πρβλ. Πλούτ. 2. 406Ε· «ὡς καὶ τὸν φαινόλην ἀποδύσασθαι, συναποδύσασθαι δὲ αὐτῷ καὶ τὸ νουνεχὲς» Μένανδρ. Βυζ. σ. 429· ― ἀπολ., συναποδύεσθαί τινι εἰς ἢ πρός τι Πλούτ. 2. 94C (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), πρβλ. Ἀθήν. 15C.

French (Bailly abrégé)

f. συναποδύσομαι, ao.2 συναπέδυν, etc.
1 se déshabiller, particul. pour une lutte, un concours, etc.
2 dépouiller ou déposer ensemble, acc..
Étymologie: σύν, ἀποδύομαι.