τετρώροφος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετρώροφος''': -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, [[τετράστεγος]], μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180. | |lstext='''τετρώροφος''': -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, [[τετράστεγος]], μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à quatre étages.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[ὄροφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of four stories, Hdt.1.180 (v.l. for -οροφ-), Ph.2.143, App.Pun.95.
German (Pape)
[Seite 1100] von vier Stockwerken, Her. 1, 180.
Greek (Liddell-Scott)
τετρώροφος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, τετράστεγος, μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180.